συστεγάζομαι

συστεγάζομαι
проживать, находиться, помещаться под одной крышей, в одном и том же помещении

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συστεγάζομαι" в других словарях:

  • συστεγάζομαι — συστεγάζομαι, συστεγάστηκα, συστεγασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συστεγάζω — ΝΑ [στεγάζω] νεοελλ. 1. στεγάζω στο ίδιο οίκημα 2. μέσ. συστεγάζομαι μένω στο ίδιο σπίτι με άλλον ή με άλλους αρχ. περικαλύπτω κάτι εντελώς («σαρξὶ καὶ νεύροις κεφαλὴν οὐ ξυνεστέγασαν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»